- φαβοριτισμός
- ο(λ. γαλλ.), ευνοιοκρατία, χαριστικότητα, εύνοια, προτίμηση: Στις δικτατορίες επικρατεί φαβοριτισμός στη χορήγηση δανείων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαβοριτισμός — ο, Ν ευνοιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. favoritisme < γαλλ. favorite «αγαπητός, ευνοούμενος» (< ιταλ. favorito < ρ. favorire < λατ. favor «εύνοια», βλ. και λ. φαβορί) + κατάλ. isme] … Dictionary of Greek